-
1 λόγχη
η1) штык;έφοδος ( — или επίθεση) μ' εφ' όπλου λόγχην — штыковая атака;
μάχη μ' εφ' όπλου λόγχες — штыковой бой;
ορμώ μ' εφ' όπλου λόγχην — идти в штыки;
εφ' όπλου λόγχην! — или εμπρός διά της λόγχης! — в штыки! (команда);
2) копьё, пика
См. также в других словарях:
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek